- στηρικτής
- -οῡ, ὁ, Α [στηρίζω]αυτός που στηρίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στηρικταῖς — στηρικτής masc dat pl στηρικτός solid fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στηρικτήν — στηρικτής masc acc sg (attic epic ionic) στηρικτός solid fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)